“Οι κατεδαφίσεις για διανοίξεις δρόμων ή για ανεγέρσεις νέων οικοδομών μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης, βασίζονται ακόμα στο σχέδιο του 1936 και αναπόφευκτα διαλύουν ότι έχει ακόμα απομείνει. Τα πρωτόκολλα για κατεδαφίσεις «επικινδύνως ετοιμορρόπων» κτιρίων που αφορούν στα κτίσματα που έχουν απομείνει μέσα στις παλιές γειτονιές εκδίδονται αδιάκοπα.
Οι αναπλάσεις των τελευταίων 15 χρόνων όλο και αφαιρούν από τη γραφικότητα, το χαρακτήρα και το πνεύμα της ιστορικής μας πόλης.
Και κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι το καημένο το Ηρακλειάκι μας, όσο κι αν αντιστέκεται, θα πεθάνει, θα γίνει μια πόλη ξένη και άγνωστη, χωρίς αρώματα, μνήμες και ψιθύρους και τίποτα δεν θα θυμίζει πια αυτό που υπήρξε: Ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, ένας πολύπλοκος πίνακας ζωγραφικής, ένα χαριτωμένο χάος”.
Αυτά αναφέρει, με ανάρτησή της στο facebook, η αρχαιολόγος Λιάνα Σταρίδα, με αφορμή τις κατεδαφίσεις κτισμάτων στην ιστορική γειτονιά του Λάκκου, στο όνομα της “επικινδυνότητας”.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο
Από την περίοδο της Αυτονομίας το Ηράκλειο άρχισε να αλλάζει όψη. Η αντίληψη που επικρατούσε σε όλη την κοινωνία της εποχής, που μόλις είχε βγει από μία μακρά περίοδο ξένης κατοχής, ήταν να εξαφανίσει καθετί που θύμιζε τη σκλαβιά και πρώτα απ’ όλα τα στενά σοκάκια, τα αδιέξοδα, τους μαχαλάδες, τα κιόσκια και τα παραγκομάγαζα. Ζητούσε μια νέα πόλη με διεύρυνση του δημόσιου χώρου της με ευρύχωρους δρόμους και με πλατείες.
Η διάταξη του πολεοδομικού ιστού της πόλης μέσα στα τείχη, με τα στενά δρομάκια και τις μικρές πλατείες και η μορφολογία των κτιρίων της Βαλκανικής αρχιτεκτονικής θεωρήθηκαν στοιχεία απαράδεκτα που έπρεπε να εξαφανιστούν. Έτσι, η απόφαση να μεταβληθεί η «Τουρκόπολη» σε πόλη σύγχρονων ευρωπαϊκών προδιαγραφών κυριάρχησε στους σχεδιασμούς των αρχιτεκτόνων της εποχής.
Η έκταση μέσα στα τείχη είχε εξαντληθεί. Στο μεταξύ, έκανε την εμφάνισή του την εποχή εκείνη το αυτοκίνητο. Για τις αρχές και τους κατοίκους της πόλης, το τεράστιο φρουριακό συγκρότημα που έτσι κι αλλιώς δεν χρησίμευε πια για την άμυνά της, μετατράπηκε σε τεράστιο κλοιό που την περιόριζε ασφυκτικά και εμπόδιζε την επέκταση και ανάπτυξή της. Ξεκίνησε έτσι μια εκστρατεία για την καταστροφή τμημάτων των ενετικών τειχών προκειμένου να εξασφαλιστεί η ελεύθερη επικοινωνία με την ύπαιθρο. Τότε αποφασίστηκε η κατεδάφιση τμημάτων του τείχους στα σημεία όπου κατέληγαν οι κεντρικές οδικές αρτηρίες της πόλης. Αρχικά ανοίχτηκαν δύο ρήγματα στα τείχη, ένα πλάι στην πύλη του Αγίου Γεωργίου και ένα στην πύλη του Παντοκράτορα εξασφαλίζοντας έτσι την επικοινωνία με την ενδοχώρα.
Οι σημαντικότερες καταστροφές αποφασίστηκαν από τις επίσημες αρχές της Κρητικής Πολιτείας και τον Δήμο Ηρακλείου και απέρρεαν τόσο από τις νέες ανάγκες που έφερνε μαζί της η «νέα εποχή» όσο και από την άγνοια και την έλλειψη επίγνωσης της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας. Η αντίληψη της εποχής εκείνης συμπαρέσυρε μνημεία που καταστράφηκαν από άγνοια ή μισαλλοδοξία ενώ ατέλειωτες ήταν οι αναφορές, οι σχολιασμοί και τα άρθρα στον τοπικό Τύπο που εξέφραζαν την επιθυμία να αλλάξει εντελώς πρόσωπο η πόλη και τίποτα να μη θυμίζει τα περασμένα χρόνια.
Από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα άρχισε η αλλοίωση του οχυρωματικού περιβόλου ώστε να καλυφθούν οι νέες ανάγκες και απαιτήσεις στα πλαίσια της μετατροπής του Ηρακλείου σε «σύγχρονη μεγαλούπολη ευρωπαϊκών προδιαγραφών». Εκτός από τα ρήγματα στα τείχη, κατεδαφίστηκαν οι επιχωματώσεις του «αντίστροφου προμαχώνα» μεταξύ του Αρχαιολογικού Μουσείου και του βορειοανατολικού λοβού του προμαχώνα Vitturi, και οι Τρείς Καμάρες. Οι κατεδαφίσεις στην πλατεία Ελευθερίας άρχισαν το 1900 και ολοκληρώθηκαν το 1917 με την ανατίναξη της πρόσοψης της πύλης του Αγίου Γεωργίου προκειμένου να επεκταθεί η σημερινή λεωφόρος Δημοκρατίας.
Στην περιοχή του λιμανιού άρχισε μια δραματική επέμβαση που αλλοίωσε σταδιακά, σε διάστημα μιας εικοσαετίας περίπου, όλη την περιοχή. Κατεδαφίστηκε η Πύλη του Μόλου που είχαν ανατινάξει οι Άγγλοι αμέσως μετά τη σφαγή της 25ης Αυγούστου. Μέχρι το 1936 εξαφανίστηκε μεγάλο τμήμα του παράκτιου τείχους, κατεδαφίστηκαν τα ανατολικά νεώρια και ο μικρός Κούλες, το βόρειο τμήμα των δυτικών νεωρίων, η πύλη των Νεωρίων, η σκάλα που οδηγούσε στην επιφάνεια σχεδόν της θάλασσας και το βυζαντινό τείχος από τη σκάλα των νεωρίων μέχρι την αρχή του δυτικού μόλου. Το τμήμα αυτό διαμορφώθηκε στη συνέχεια με την κατασκευή μιας μαρμάρινης σκάλας και τη δημιουργία πλακόστρωτης προκυμαίας που οδηγούσε από το μόλο μέχρι την αποθήκη άλατος. Έτσι αλλοιώθηκε εντελώς ο ενετικός ναύσταθμος και οι εγκαταστάσεις του.
Εκτός από τις επεμβάσεις αυτές στα τείχη και στο λιμάνι, άλλες διαμορφώσεις στο εσωτερικό της πόλης κατέστρεψαν και αλλοίωσαν τη μορφή της κατά την ίδια περίοδο.
Η Loggia που είχε καεί κατά την πυρπόληση της πόλης είχε μείνει ένας σωρός ερείπια. Το 1904 διατάχθηκε η κατεδάφιση του πρώτου ορόφου της και το 1937 ολοκληρώθηκε η κατεδάφισή της χωρίς καμία προσπάθεια διάσωσης του υλικού της. Τα αρχιτεκτονικά της μέλη χάθηκαν, πετάχτηκαν ή λεηλατήθηκαν. Ελάχιστες μόνο μετόπες από τη ζωφόρο που περιέτρεχε το κτίριο σώθηκαν και εκτίθενται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου ισοπεδώθηκε για να χτιστεί στη θέση του το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο. Το Παλάτι του Αρχιστρατήγου των Ενετών, η μετέπειτα «Πόρτα του Πασά» που στέγασε στη συνέχεια την Παλαιά Νομαρχία, κατεδαφίστηκε και στη θέση του μνημείου διαμορφώθηκε το πάρκο Θεοτοκόπουλου. Οι περισσότερες εκκλησίες που είχαν διασωθεί πουλήθηκαν σε ιδιώτες ως αστικά ακίνητα, κάποιες άλλες ερήμωσαν και γλίτωσαν την κατεδάφιση από θαύμα, και οι υπόλοιπες, μια προς μια, κατεδαφίστηκαν είτε ως ετοιμόρροπες είτε μετά από αποχαρακτηρισμό τους ως μνημείων είτε εντελώς αυθαίρετα.
Τα μουσουλμανικά μνημεία, τεμένη, κρήνες και λουτρά, κυρίως μετασκευασμένα εκκλησιαστικά και κοσμικά κτίσματα, κρίθηκαν μιάσματα για τους ελεύθερους πλέον κατοίκους της πόλης και ισοπεδώθηκαν για να μη θυμίζει τίποτα την Τουρκική Κατοχή.
Το 1911, αμέσως μετά την εκλογή του ως Δημάρχου, ο Στυλιανός Γεωργίου ξεκίνησε έργα αποκατάστασης της πόλης. Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από κατεδαφίσεις κτιρίων και διανοίξεις νέων οδών και πλατειών. Αρχικά ρυμοτομήθηκε η οδός 25ης Αυγούστου σε πολλά σημεία της οποίας υπήρχαν ακόμα τα ερείπια των καμένων οικιών του 1898. Κατεδαφίστηκαν τμήματα των τειχών και πάρα πολλές κατοικίες.
Οι εργασίες για τη διαμόρφωση του λιμανιού που είχαν ξεκινήσει σταμάτησαν λόγω του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Κατά τη δεύτερη θητεία του Στυλιανού Γεωργίου στις αρχές του 1921 υπογράφτηκε η σύμβαση κατασκευής του λιμένος Ηρακλείου με την εταιρία Μακ Αλπάιν. Η σύμβαση αυτή επέφερε τις καταστροφές των μνημείων και την πλήρη αλλοίωση της περιοχής.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε κήποι ούτε άλση. Το μόνο πράσινο ήταν 2-3 πλάτανοι στην πλατεία των Λιονταριών και δεντροστοιχίες στον δρόμο των Κισλάδων. Όλη η τεράστια πλατεία των Τριών Καμαρών ήταν λιθοστρωμένη χωρίς ίχνος πρασίνου. Τότε, με ειδική μελέτη διαμορφώθηκε ο «Κήπος» στην πλατεία Ελευθερίας και αποτέλεσε το καμάρι της πόλης.
Το 1936 δημοσιεύτηκε το σχέδιο πόλεως Ηρακλείου που μέχρι σήμερα καθορίζει την τύχη ή μάλλον την ατυχία της πόλης μας. Το σχέδιο αυτό δεν μερίμνησε για τη διατήρηση του αρχικού πολεοδομικού ιστού που είχε διατηρηθεί, παρά τις καταστροφές και αλλοιώσεις δεκαετιών, με αποτέλεσμα να βρεθεί το Ηράκλειο εντελώς ανυπεράσπιστο στην επέλαση της ανοικοδόμησης. Κυρίαρχη φιλοσοφία του σχεδίου ήταν η διάνοιξη δρόμων και η αύξηση της «χωρητικότητας» μέσα στα τείχη όπου έπρεπε να πιεστούν και να χωρέσουν όλες οι λειτουργίες. Για την εφαρμογή των παραπάνω το σχέδιο ρυμοτομούσε ολόκληρες γειτονιές-μνημεία. Οι εκτός των τειχών περιοχές θεωρήθηκαν κατάλληλες μόνο για στέγαση υποβαθμισμένων οικιστικών λειτουργιών. Σε συνδυασμό με την πλατιά διάδοση του «μοντερνισμού» μετά το 1930 και με το Νόμο 3741/1929 «Περί οριζοντίου ιδιοκτησίας», συμπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της μοντέρνας πολυκατοικίας.
Από τη δημοσίευση του σχεδίου πόλεως του 1936 μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και άλλες επεμβάσεις συνέχισαν να αλλοιώνουν την πόλη. Πάνω στα τείχη κατασκευάστηκαν διάφορα κτίρια: η Εμπορική σχολή, οι εγκαταστάσεις του Τένις στον προμαχώνα Sabbionara, το Καπετανάκειο σχολείο στην Ακ Τάμπια, το γήπεδο του Εργοτέλη στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, τα προσφυγικά κτίσματα στο λόφο Vitturi (Βίγλα). Επάνω στο ισόπεδο των τειχών εξακολουθούσε να στρατοπεδεύει ο Ελληνικός στρατός. Στην τάφρο και στους εξωτερικούς προμαχώνες παρέμεναν τα παραπήγματα και οι κατοικίες των προσφύγων. Από το 1937 άρχισε να αλλοιώνεται ο επιπρομαχώνας Zane που ισοπεδώθηκε τελικά στα μέσα της δεκαετίας του ’60 την περίοδο που χτιζόταν το ξενοδοχείο «Ατλαντίς».
Την δεκαετία του 1950, ο Δήμος Ηρακλείου ανέθεσε στους μηχανικούς κκ. Ι. Βαρκαράκη και Ι. Τζομπανάκη να συντάξουν μία έκθεση για την κατάσταση που επικρατούσε στο Ηράκλειο και για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν για τη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η έκθεση αυτή πρότεινε κυρίως την ανοικοδόμηση της πόλης μέσα στα τείχη, τη μη κατοχύρωση των μικρών οικοπέδων με την κατάργηση των προστατευτικών διατάξεων που ίσχυαν, την κατεδάφιση των τειχών, τη δημιουργία αγορών, τον διαχωρισμό ζωνών λειτουργίας, ενώ για την έξω από τα τείχη πόλη, την προώθηση της ανάπτυξής της. Τέλος, προτεινόταν η δημιουργία περιφερειακού πάρκου μετά από κατεδάφιση των τειχών, κάλυψη της τάφρου και κατάργηση του κήπου της πλατείας Ελευθερίας για να δημιουργηθεί «πλατεία ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες λαϊκών ή επίσημων συγκεντρώσεων για να τονωθεί ακόμη περισσότερο το υπάρχον κέντρο αναψυχής της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου του Β΄» (σημερινή λεωφόρος Δικαιοσύνης).
Πολλά από τα αναφερόμενα στην έκθεση εφαρμόστηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα να μεγαλώσει το ύψος των οικοδομών και να αλλοιωθούν οι παλιές γειτονιές λόγω των πολυώροφων κτιρίων που υψώθηκαν στα στενά σοκάκια.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1960 η εκστρατεία για την κατεδάφιση των τειχών κορυφώθηκε με σειρά δημοσιεύσεων από αγανακτισμένους πολίτες που απαιτούσαν την πλήρη κατεδάφισή τους. Ευτυχώς, εκτός από τα ρήγματα που διανοίχτηκαν στα τείχη, ο μνημειακός οχυρωματικός περίβολος της πόλης γλύτωσε την κατεδάφιση λόγω του τεράστιου κόστους που απαιτείτο.
Δεν είχε την ίδια τύχη το μεσαιωνικό τείχος που συνέχισε να καταστρέφεται και να εγκλωβίζεται ανάμεσα στις νέες οικοδομές με αποκορύφωμα την κατεδάφιση του δυτικού εξώπυργου της πύλης Voltone. Το 1960 ο τότε Υπουργός οικισμού Μανόλης Κεφαλογιάννης απείλησε τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων του Ο.Τ. 50 ότι εάν δεν συμφωνήσουν σε από κοινού ανέγερση νέας οικοδομής θα τροποποιούσε το σχέδιο του Ηρακλείου μετατρέποντας τις ιδιοκτησίες τους σε χώρους πρασίνου. Η κατεδάφιση του Ο.Τ. 50 εξαφάνισε, εκτός από το δυτικό εξώπυργο του παλαιοενετικού τείχους, 7 θόλους από το συγκρότημα των παλαιών ενετικών σιταποθηκών και τμήματα του βυζαντινού τείχους.
Η δεκαετία του ’60 χαρακτηρίστηκε επίσης από την επιβολή της δικτατορίας και όσα αυτή συνεπάγεται. Οι εκτεταμένες κατεδαφίσεις συνεχίστηκαν στο όνομα του κέρδους. Πολλά εκκλησιαστικά μνημεία που χρονολογούνταν από τη Β’ Βυζαντινή περίοδο χάθηκαν.
Η μεταπολίτευση βρήκε το Ηράκλειο σε μία κατάσταση ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης πολυώροφων πια οικοδομών, μαζικών κατεδαφίσεων και αφανισμού παλιών πυρήνων της πόλης, κατάσταση που συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ’80 και δυστυχώς μέχρι και σήμερα
Σήμερα προχωράει με απίστευτα αργούς ρυθμούς, από το 1998 που ανατέθηκε, η «Μελέτη Ανάπλασης της Παλιάς Πόλης». Το έγκλημα όμως που συντελείται σ’ αυτήν την πόλη εδώ και έναν ολόκληρο αιώνα συνεχίζεται ακόμα, μεταλλαγμένο με τη μορφή του ετοιμόρροπου και επικίνδυνου κτιρίου. Πώς μπορούμε να μιλάμε σήμερα για διατήρηση μνημείων και για ανάπλαση παλιάς πόλης όταν συγχρόνως το αντικείμενο αυτών των μελετών εκλείπει καθημερινά!
Οι κατεδαφίσεις για διανοίξεις δρόμων ή για ανεγέρσεις νέων οικοδομών μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης, βασίζονται ακόμα στο σχέδιο του 1936 και αναπόφευκτα διαλύουν ότι έχει ακόμα απομείνει. Τα πρωτόκολλα για κατεδαφίσεις «επικινδύνως ετοιμορρόπων» κτιρίων που αφορούν στα κτίσματα που έχουν απομείνει μέσα στις παλιές γειτονιές εκδίδονται αδιάκοπα.
Οι αναπλάσεις των τελευταίων 15 χρόνων όλο και αφαιρούν από τη γραφικότητα, το χαρακτήρα και το πνεύμα της ιστορικής μας πόλης.
Και κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι το καημένο το Ηρακλειάκι μας, όσο κι αν αντιστέκεται, θα πεθάνει, θα γίνει μια πόλη ξένη και άγνωστη, χωρίς αρώματα, μνήμες και ψιθύρους και τίποτα δεν θα θυμίζει πια αυτό που υπήρξε: Ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, ένας πολύπλοκος πίνακας ζωγραφικής, ένα χαριτωμένο χάος.